- παναμείλικτος
- πᾰν-ᾰμείλικτος, ον,A all-implacable, δράκαινα ib.223.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναμείλικτος — παναμείλικτος, ον (Α) εντελώς αμείλικτος, ολωσδιόλου αδυσώπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείλικτος] … Dictionary of Greek
παναμειλίκτοιο — παναμείλικτος all implacable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)